μετάγγιση αίματος

μετάγγιση αίματος
Η άμεση έγχυση αίματος ή συστατικών αίματος (ερυθρών ή λευκών αιμοσφαιρίων, αιμοπεταλίων, ορού αλβουμίνης κλπ.) στην κυκλοφορία, για αναπλήρωση αίματος από εγχείρηση ή τραυματισμό ή για την αντιμετώπιση ασθένειας. Μ.α. πραγματοποιούνταν από τον 17ο αιώνα, οι οποίες αποτύγχαναν συνήθως λόγω ασυμβατότητας. Με την ανακάλυψη του συστήματος ΑΒΟ των βασικών ομάδων αίματος και του παράγοντα Rhesus, τον 20ο αιώνα, η επιτυχία της μ.α είναι εγγυημένη, αν και ο οργανισμός του λήπτη εξακολουθεί να υπόκειται σε ευαισθητοποίηση, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα αντίδρασης σε μελλοντική μ.α. Ο κίνδυνος αυτός εκμηδενίζεται, όταν είναι εφικτή η λήψη αίματος, από το άτομο που θα το χρειαστεί, σε προγενέστερο χρόνο και η συντήρησή του μέχρι τη μ.α. (αυτόλογη μ.). Η πιθανότητα μετάδοσης ασθενειών, μέσω του αίματος, καθιστά αναγκαίο τον έλεγχό του για ηπατίτιδα, AIDS, σύφιλη κ.ά., ανάλογα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία της χώρας. Συνήθως χρησιμοποιείται αίμα, που έχει ληφθεί νωρίτερα από άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις για να γίνουν αιμοδότες. Λαμβάνονται 500ml αίματος από φλέβα άνω άκρου. Το αίμα συλλέγεται σε αποστειρωμένη φιάλη, εξετάζεται για συγκεκριμένες νόσους, ταυτοποιείται ως προς το σύστημα ΑΒΟ και τον παράγοντα Rhesus και συντηρείται το πολύ έως 3 εβδομάδες στην κατάλληλη ψύξη. Η πρώτη μεγάλη τράπεζα αίματος περιγράφεται το 1937 στο Σικάγο των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της μ. ο λήπτης παρακολουθείται για τυχόν αντιδράσεις λόγω αιμόλυσης ή αλλεργίας στο μεταγγιζόμενο αίμα ή στην ουσία που βοηθά στη συντήρησή του· στην περίπτωση αυτή η μ. διακόπτεται άμεσα. Η άμεση αντίδραση, λόγω αιμόλυσης, που συνήθως οφείλεται σε ασυμβατότητα ως προς το σύστημα ΑΒΟ ή τον παράγοντα Rhesus εκδηλώνεται κλινικά με πόνο στο κεφάλι, στην πλάτη, υπόταση, αιματουρία, ευερεθιστότητα, δύσπνοια, εφίδρωση και μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Η έμμεση αντίδραση, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί εβδομάδες ή και μήνες μετά τη μ., περιλαμβάνει ίκτερο και αναιμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετάγγιση — η 1. η μεταφορά υγρού από ένα δοχείο σε ένα άλλο: Η μετάγγιση λαδιού. 2. «μετάγγιση αίματος», η εισαγωγή αίματος υγιούς ατόμου στην κυκλοφορία του αίματος αρρώστου ή πάσχοντος ατόμου για θεραπευτικούς σκοπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετάγγιση — η 1. η μεταφορά υγρού από ένα αγγείο σε άλλο 2. η μεταφορά και η μετάδοση σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδεών, εθίμων, μεθόδων κ.λπ. 3. φρ. «μετάγγιση αίματος» ιατρ. η ενδοφλέβια χορήγηση αίματος ενός ατόμου σε άλλο άτομο που τό έχει ανάγκη.… …   Dictionary of Greek

  • μετάγγιση ανταλλαγής — (αφαιμαξομετάγγιση). Μετάγγιση αίματος δωρητή σε ανταλλαγή του μεγαλύτερου μέρους του κυκλοφορούντος αίματος ενός ασθενούς. Εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δηλητηριάσεων ή σε βρέφος για την αφαίρεση της χολερυθρίνης, εφόσον έχει εντοπιστεί… …   Dictionary of Greek

  • Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • αιμολυσίνες — Ουσίες που καταστρέφουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια και ελευθερώνουν την αιμοσφαιρίνη. Είναι ειδικά αντισώματα που δρουν με την παρουσία συμπληρώματος (σύμπλοκη ουσία που είναι απαραίτητη για τη σύνδεση ενός αντισώματος με το αντιγόνο και τη διάσπαση… …   Dictionary of Greek

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • αιμομετάγγιση — η μετάγγιση αίματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”